κραταιότης

κραταιότης
κρᾰταιό-της, ητος, ,
A = κράτος, LXX Ps.45(46).3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κραταιότητα — κραταιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητι — κραταιότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητος — κραταιότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητα — η (AM κραταιότης, ητος) [κραταιός] 1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ) 2. η κατίσχυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”